- περιβραχιόνιος
- -α, -ο / περιβραχιόνιος, -ιον [περιβραχίων, -ονος]ΝΑαυτός που τίθεται ή φοριέται γύρω από τον βραχίονανεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το περιβραχιόνιο1. κόσμημα που φοριέται γύρω από τον βραχίονα, ψέλι, βραχιόλι2. λουρίδα υφάσματος γύρω από το μπράτσο, χρώματος μαύρου όταν φοριέται σε ένδειξη πένθους, ή άλλου χρώματος ή πολύχρωμη όταν φοριέται ως ένδειξη τής ανάληψης προσωρινής υπηρεσίας ή αξιώματος, αλλ. βραχιονιστήρας («ο αρχηγός τής ποδοσφαιρικής ομάδας φορούσε κίτρινο περιβραχιόνιο»)αρχ.το ουδ. ως ουσ. είδος αμυντικού οπλισμού, μέρος τής πανοπλίας που κάλυπτε και προστάτευε τον βραχίονα, χρησιμοποιούμενο κυρίως από τους Πέρσες, αργότερα δε και από τους Ρωμαίους.
Dictionary of Greek. 2013.